στριγγλιά

στριγγλιά
η
1) сварливость, ворчливость; 2) жадность; 3) визг, пронзительный крик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στριγγλιά" в других словарях:

  • στριγγλιά — και στριγκλιά, η, Ν [στρίγγλα / στριγγλίζω] 1. κακία στρίγγλας 2. μοχθηρία, δυστροπία 3. οξεία και διαπεραστική φωνή 4. φιλαργυρία …   Dictionary of Greek

  • κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …   Dictionary of Greek

  • σκληριά — η, Ν [σκληρίζω] γοερή κραυγή, τσύρισμα, στριγγλιά …   Dictionary of Greek

  • στρίγγλισμα — και στρίγκλισμα, το, Ν [στριγγλίζω] στριγγλιά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»